ἄπατος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(6_14)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπατος''': ὁ μὴ [[ὑπεύθυνος]], ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.
|lstext='''ἄπατος''': ὁ μὴ [[ὑπεύθυνος]], ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inmune]], [[que no puede ser castigado]], <i>ICr</i>.4.72.2.1 (V a.C.), cf. 2.12.3.5 (Eleuterna V/IV a.C.).
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπᾱτος Medium diacritics: ἄπατος Low diacritics: άπατος Capitals: ΑΠΑΤΟΣ
Transliteration A: ápatos Transliteration B: apatos Transliteration C: apatos Beta Code: a)/patos

English (LSJ)

ον, (ἄτη)

   A immune from punishment, Leg.Gort.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπατος: ὁ μὴ ὑπεύθυνος, ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inmune, que no puede ser castigado, ICr.4.72.2.1 (V a.C.), cf. 2.12.3.5 (Eleuterna V/IV a.C.).