ἀσυμβούλευτος: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6_18) |
(big3_7) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυμβούλευτος''': -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ [[ἄνευ]] συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β. | |lstext='''ἀσυμβούλευτος''': -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ [[ἄνευ]] συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que carece de consejo]], [[ἄνθρωπος]] Basil.M.30.289A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 380] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.
Spanish (DGE)
-ον que carece de consejo, ἄνθρωπος Basil.M.30.289A.