αὐτόποκος: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(6_17)
(big3_8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόποκος''': -ον, ὁ ἐξ ἁπλοῦ ἐρίου κατεσκευασμένος, «ἣν συρίαν οἱ πολλοὶ ταύτην αὐτόποκον [[ἱμάτιον]] οἱ κωμικοὶ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61. (Κωμ. Ἀνώνυμ. 322).
|lstext='''αὐτόποκος''': -ον, ὁ ἐξ ἁπλοῦ ἐρίου κατεσκευασμένος, «ἣν συρίαν οἱ πολλοὶ ταύτην αὐτόποκον [[ἱμάτιον]] οἱ κωμικοὶ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 61. (Κωμ. Ἀνώνυμ. 322).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de lana sin cardar]] ἱμάτιον <i>Com.Adesp</i>.854.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόποκος Medium diacritics: αὐτόποκος Low diacritics: αυτόποκος Capitals: ΑΥΤΟΠΟΚΟΣ
Transliteration A: autópokos Transliteration B: autopokos Transliteration C: aftopokos Beta Code: au)to/pokos

English (LSJ)

ον,

   A made of wool only, all wool, ἱμάτιον Com.Adesp.854.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόποκος: -ον, ὁ ἐξ ἁπλοῦ ἐρίου κατεσκευασμένος, «ἣν συρίαν οἱ πολλοὶ ταύτην αὐτόποκον ἱμάτιον οἱ κωμικοὶ» Πολυδ. Ζ΄, 61. (Κωμ. Ἀνώνυμ. 322).

Spanish (DGE)

-ον de lana sin cardar ἱμάτιον Com.Adesp.854.