διάδομα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_21)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάδομα''': το, ([[διαδίδωμι]]) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.
|lstext='''διάδομα''': το, ([[διαδίδωμι]]) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[reparto]], [[distribución]], de donde tb. [[donación]] en dinero o especie τὸ ἐπὶ πόλεος δ. ... ἔδωκεν πᾶσι τοῖς πολείτας <i>IG</i> 7.2712.64 (Acrefía I d.C.), cf. <i>Didyma</i> 360.7 (II d.C.) en <i>Hell</i>.11/12.471, frec. en plu. διαδόματα ἔδωκεν [ἕ] νδεκα δ[η] ναρίων <i>IG</i> 7.2712.80 (Acrefía I d.C.), διαδόματα πάνδημα <i>SEG</i> 17.315.19 (Berea I d.C.), ἐκ τῶν βουλευτικῶν διαδομάτων <i>IK</i> 111.11 (II d.C.), cf. <i>UPZ</i> 2.8 (II a.C.) en <i>BL</i> 8.499<br /><b class="num">•</b>gen. διαδόματος a título de distribución</i>, <i>SEG</i> 32.1306.7 (Cibira I d.C.).
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδομα Medium diacritics: διάδομα Low diacritics: διάδομα Capitals: ΔΙΑΔΟΜΑ
Transliteration A: diádoma Transliteration B: diadoma Transliteration C: diadoma Beta Code: dia/doma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαδίδωμι)

   A distribution of money, IG7.2715.64 (Acraeph.), Ἀρχ.Δελτ. 2.148(pl.), UPZ2.8 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

διάδομα: το, (διαδίδωμι) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
reparto, distribución, de donde tb. donación en dinero o especie τὸ ἐπὶ πόλεος δ. ... ἔδωκεν πᾶσι τοῖς πολείτας IG 7.2712.64 (Acrefía I d.C.), cf. Didyma 360.7 (II d.C.) en Hell.11/12.471, frec. en plu. διαδόματα ἔδωκεν [ἕ] νδεκα δ[η] ναρίων IG 7.2712.80 (Acrefía I d.C.), διαδόματα πάνδημα SEG 17.315.19 (Berea I d.C.), ἐκ τῶν βουλευτικῶν διαδομάτων IK 111.11 (II d.C.), cf. UPZ 2.8 (II a.C.) en BL 8.499
gen. διαδόματος a título de distribución, SEG 32.1306.7 (Cibira I d.C.).