διαρριπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_22)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρῑπίζω''': φυσῶ [[μακράν]], [[διασκορπίζω]]· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. [[διευριπίζω]].
|lstext='''διαρρῑπίζω''': φυσῶ [[μακράν]], [[διασκορπίζω]]· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. [[διευριπίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[soplar]] de vientos πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισε Hld.3.7.3, [[ἄνεμος]] ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισεν Fauorin.<i>de Ex</i>.15.37.<br /><b class="num">2</b> en v. med., fig. [[extenderse]] μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετο Hld.9.14.1.<br /><b class="num">II</b> tr. [[ventilar]], [[refrescar]] ὁ πνεύμων ... τὸ [[ἔνδον]] ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζει Basil.<i>Hex</i>.7.1 (p.396), τοῦτο τὸ πῦρ Anon.<i>V.Thecl</i>.12.50<br /><b class="num">•</b>en v. pas., de pers. [[ser refrescado con aire]], [[ser abanicado]] θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσε Ath.Al.<i>H.Ar</i>.12.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. (ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοι Ps.Caes.144.6.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρῑπίζω Medium diacritics: διαρριπίζω Low diacritics: διαρριπίζω Capitals: ΔΙΑΡΡΙΠΙΖΩ
Transliteration A: diarripízō Transliteration B: diarripizō Transliteration C: diarripizo Beta Code: diarripi/zw

English (LSJ)

   A blow away, disperse, Hld.3.7: metaph. in Pass., Id.9.14.    II expose to draughts, Hp.Ep.16 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρρῑπίζω: φυσῶ μακράν, διασκορπίζω· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. διευριπίζω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 soplar de vientos πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισε Hld.3.7.3, ἄνεμος ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισεν Fauorin.de Ex.15.37.
2 en v. med., fig. extenderse μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετο Hld.9.14.1.
II tr. ventilar, refrescar ὁ πνεύμων ... τὸ ἔνδον ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζει Basil.Hex.7.1 (p.396), τοῦτο τὸ πῦρ Anon.V.Thecl.12.50
en v. pas., de pers. ser refrescado con aire, ser abanicado θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσε Ath.Al.H.Ar.12.2
tb. en v. med. (ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοι Ps.Caes.144.6.