ἐμμολύνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερyour good and perfect will, Father

Source
(6_2)
(big3_14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμολύνω''': [[μολύνω]], [[καταμολύνω]], τί τινι Γρηγ. Νύσσ.: - παθ. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
|lstext='''ἐμμολύνω''': [[μολύνω]], [[καταμολύνω]], τί τινι Γρηγ. Νύσσ.: - παθ. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=crist.<br /><b class="num">1</b> tr. [[corromper con]], [[contaminar con]] τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.5.61.<br /><b class="num">2</b> [[manchar]], [[mancillar]] en sent. relig. moral, en v. pas. [[ἀκαθαρσία]] δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX <i>Pr</i>.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.<i>Pss</i>.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμολύνω Medium diacritics: ἐμμολύνω Low diacritics: εμμολύνω Capitals: ΕΜΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: emmolýnō Transliteration B: emmolynō Transliteration C: emmolyno Beta Code: e)mmolu/nw

English (LSJ)

   A pollute in or with, in Pass., LXXPr.24.9(10).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμολύνω: μολύνω, καταμολύνω, τί τινι Γρηγ. Νύσσ.: - παθ. παρὰ τοῖς Ἑβδ.

Spanish (DGE)

crist.
1 tr. corromper con, contaminar con τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.3.5.61.
2 manchar, mancillar en sent. relig. moral, en v. pas. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX Pr.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.Pss.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.