ἐμφιλόνεικος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_16) |
(big3_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφῐλόνεικος''': -ον, = [[φιλόνεικος]]· ἐπίρρ. -κως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ. | |lstext='''ἐμφῐλόνεικος''': -ον, = [[φιλόνεικος]]· ἐπίρρ. -κως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[pendenciero]], [[contencioso]] οὐ [[δεῖ]] ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.<i>Ep.Can</i>.209.2, κρίσις Euther.<i>Confut</i>.14.30, λόγοι Sch.E.<i>Med</i>.637.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con ánimo de disputa]] ἐ. διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐ. ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = φιλόνεικος, λόγοι Sch. E.Med.637. Adv. -κως Sch.E.Andr.289.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῐλόνεικος: -ον, = φιλόνεικος· ἐπίρρ. -κως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 289, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 pendenciero, contencioso οὐ δεῖ ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαι Basil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C, ὁμιλία Basil.M.31.453A, ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσεις Gr.Nyss.Ep.Can.209.2, κρίσις Euther.Confut.14.30, λόγοι Sch.E.Med.637.
2 adv. -ως con ánimo de disputa ἐ. διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφην Chrys.M.47.464, Ἰουδαίοι ἐ. ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ Ephr.Syr.2.245A.