ἐναπορρίπτω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(6_2) |
(big3_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἀπορρίπτω]], ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ. | |lstext='''ἐναπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἀπορρίπτω]], ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[tirar]], [[arrojar]] ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.<i>Eup</i>.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.<i>Hom.in</i> 1<i>Cor</i>.6.18 (p.214), cf. Eus.<i>HE</i> 8.2.3, Philost.<i>HE</i> 7.15 (p.103.11). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A throw aside, Dsc.Eup.1.68 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπορρίπτω: ῥίπτω κατὰ μέρος, ἀπορρίπτω, ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ.
Spanish (DGE)
tirar, arrojar ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.Eup.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.214), cf. Eus.HE 8.2.3, Philost.HE 7.15 (p.103.11).