ἐνθρονιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
(6_10) |
(big3_15) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθρονιαστικός''': -ή, -όν, = [[ἐνθρονιστικός]], Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3. | |lstext='''ἐνθρονιαστικός''': -ή, -όν, = [[ἐνθρονιστικός]], Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inaugural]], [[relativo a la consagración]] ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν [[αὐτοῦ]] (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.<i>Fr</i>. en Io.D.M.95.76B<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. [[pago]], [[estipendio por la ordenación]] realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.<i>Nou</i>.123.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονιαστικός: -ή, -όν, = ἐνθρονιστικός, Δαμασκ. ΙΙ. 76Β. C. 2) οὐσ. ἐνθρονιαστικόν, τό, τὸ ὑπὸ τοῦ ἐνθρονιζομένου ἐπισκόπου καταβαλλόμενον χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὸν ἐνθρονισμόν, Ἰουστ. Νεαρ. 123. 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
inaugural, relativo a la consagración ἐκ τῶν ἐνθρονιαστικῶν αὐτοῦ (Σευήρου) λόγων Seu.Ant.Fr. en Io.D.M.95.76B
•neutr. plu. subst. pago, estipendio por la ordenación realizado por los obispos al ser consagrados διδόναι ὑπὲρ ἐνθρονιαστικῶν μὲν νομίσματα ρʹ Iust.Nou.123.3.