pago

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Latin > English (Lewis & Short)

pago: ĕre, v. pango
I init.

Latin > French (Gaffiot 2016)

păgō, v. pango.

Latin > German (Georges)

pago, ere, s. pangoa. E.

Spanish > Greek

ἀρίθμησις, ἀνταπόδοσις, εἶδος, εἰσφορά, ἐκτίμησις, ἀμοιβή, ἐμπολή, ἀντικατάλλαγμα, ἔκτισις, ἀναπλήρωσις, δόμα, διόρθωσις, ἀπόδομα, ἔκδοσις, διαγραφή, ἀντικαταλλαγή, ἐνθρονιαστικός, ἔκτισμα, ἄμειψις, ἀνταμοιβή, βολή, ἀποσυμβιβασμός, ἄλλαγμα, ἀναμέτρησις, ἀντιμέτρησις, ἀναφορά, ἀντάμειψις, διευλύτησις, διευλύτωσις, ἀνταπόδομα, ἀντιμισθία, ἀποφορά, διεκβολή, ἔμβλημα, ἀποπλήρωσις, ἀντίμισθος, ἀπαγωγή, εἴσπραξις, ἀντιδιαγραφή, ἀποκατάστασις, ἀπόδοσις, διάλυσις