pago

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Latin > English (Lewis & Short)

pago: ĕre, v. pango
I init.

Latin > French (Gaffiot 2016)

păgō, v. pango.

Latin > German (Georges)

pago, ere, s. pangoa. E.

Spanish > Greek

ἀρίθμησις, ἀνταπόδοσις, εἶδος, εἰσφορά, ἐκτίμησις, ἀμοιβή, ἐμπολή, ἀντικατάλλαγμα, ἔκτισις, ἀναπλήρωσις, δόμα, διόρθωσις, ἀπόδομα, ἔκδοσις, διαγραφή, ἀντικαταλλαγή, ἐνθρονιαστικός, ἔκτισμα, ἄμειψις, ἀνταμοιβή, βολή, ἀποσυμβιβασμός, ἄλλαγμα, ἀναμέτρησις, ἀντιμέτρησις, ἀναφορά, ἀντάμειψις, διευλύτησις, διευλύτωσις, ἀνταπόδομα, ἀντιμισθία, ἀποφορά, διεκβολή, ἔμβλημα, ἀποπλήρωσις, ἀντίμισθος, ἀπαγωγή, εἴσπραξις, ἀντιδιαγραφή, ἀποκατάστασις, ἀπόδοσις, διάλυσις