ἐνθρονιστικός
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
German (Pape)
[Seite 843] ή, όν, dazu gehörig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονιστικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τοῦ ἐνθρονισμοῦ, ἐνθρονιστικαὶ συλλαβαί, ἐπιστολαὶ πεμπόμεναι ὑπὸ πατριάρχου εἰς ἄλλους πατριάρχας ἐπὶ τῇ ἀναρρήσει αὐτοῦ εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
crist. de la entronización o consagración en una sede episcopal ἐν ταῖς καλουμέναις ἐνθρονιστικαῖς συλλαβαῖς en las llamadas cartas de entronización Euagr.Schol.HE 4.4.
Greek Monolingual
και ενθρονιαστικός, -ή, -ό (Μ ἐνθρονιστικός και ἐνθρονιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται τον ενθρονισμό
μσν.
α. «ἐνθρονι(α)στικά (γράμματα)» — επιστολές που έστελναν οι επίσκοποι σε άλλους επισκόπους και με τις οποίες ανήγγειλλαν την εκλογή και χειροτονία τους
β. τὰ ἐνθρονι(α)στικά
χρηματικό ποσό που κατέβαλλαν οι ενθρονιζόμενοι επίσκοποι για τον ενθρονισμό τους.