abortivo: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:45, 22 August 2017
Spanish > Greek
ἀμβλώθριον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀμβλωθρίδιος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος
(1) |
(No difference)
|
ἀμβλώθριον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀμβλωθρίδιος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος