ἐμβρυοκτόνος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

German (Pape)

[Seite 807] die Frucht im Mutterleibe tödtend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὸ ἔμβρυον ἐντὸς τῆς μήτρας, Βασιλ. IV. 677Α.

Spanish (DGE)

-ον
que mata al feto, abortivo τὰ ἐ. δηλητήρια (φάρμακα) Basil.Ep.188.8.

Greek Monolingual

-ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.