σκῆψις: Difference between revisions
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:36, 9 February 2013
English (LSJ)
εως, ἡ, (
A σκήπτω 1.2) pretext, plea, excuse, τοιάδε μέντοι σ. οὐ δόλον φέρει A.Ag.886; μὴ σ. οὐκ οὖσαν τίθης S.El.584: c. gen., κατὰ φόνου τινὰ σ. pleading some murder as an excuse, Hdt.1.147; σ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν a plea, excuse for not doing, D.1.6; σ. ἡ νόσος . . ἔδοξεν pretence, Luc.Merc.Cond.31; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι to use as an excuse, Hdt.5.30; πρὸς Ἕλληνάς σφι σ. ἐπεποίητο Id.7.168; ἔχω σ. εὐπρεπεστάτην Id.3.72; ἐς ἄνδρα σ. εἶχ' ὀλωλότα (sc. τὰ τέκνα) E.El.29; σ. προτείνειν, δεικνύναι, ib.1067, Med.744; φέρειν PCair.Zen.110.5 (iii B.C., Pl.); τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει E.IT122; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ D.19.100; opp. σ. ἐσδέχεσθαι, Ar.Ach.392; σ. παραδέχεσθαι Hyp.Eux.7; εὑρίσκειν D.21.81; διδόναι Arist. Top. 131b11; προβαλέσθαι, πορίσασθαι, etc., Plb.5.56.7, 5.2.9, etc.: acc. as Adv., σκῆψιν . . ἐλήλυμεν, ὡς . . Cratin.235. 2 plea in a lawcourt, ὅπως ἂν αἱ σ. εἰσαχθῶσι IG22.1629.205. II σκῆψις or σκέψις, ἡ,= ἀπόσκηψις, Hp.Epid.6.3.23, cf. Gal.ad loc.(17(2).110) and 19.138.