σπάραγμα: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:38, 9 February 2013
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant.1081; σπάραγμα κόμας E. Andr.826 (lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA761b28: pl., σ. κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σ. στεφάνων fragments of... Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι . . οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d. II tearing, rending, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν E.Ba.739. III collect. in sg.,= λατύπη, SIG996.31 (Smyrna, prob. i A.D.).