στηρίζω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:40, 9 February 2013
English (LSJ)
E.Hipp.1207, etc.: fut.
A -ίξω Hp.Morb.4.52 (v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, -ίσω LXX Si.38.34, Je.17.5, -ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: aor. ἐστήριξα Il.4.443, Ep. στήριξα Hes.Th.498; inf. στηρίξαι Od.12.434, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part. στηρίξας Sor.2.57; opt. στηρίξειεν Th.2.49; ἐστήρισα LXX Ge.27.37, App.BC1.98; imper. στηρισάτω AP14.72:—Med., aor. ἐστηριξάμην Il.21.242, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later -ισάμην LXX Is.59.16, Plu.Eum.11: fut. στηρίξομαι Philostr.VA5.35:—Pass., fut. στηριχθήσομαι Gal.UP9.16: aor. ἐστηρίχθην Tyrt.11.22, Hp.VC3, Gal.15.126: pf. ἐστήριγμαι Hes.Th.779, Hp.Morb.3.3, etc.; inf. ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19: plpf. ἐστήρικτο Il.16.111, Hes.Sc.218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61; σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th.498; βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49; λίθον διορίζοντα ὅρους . . στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769 (Palestine, iii/iv A.D.). 2 support, σίτῳ τινά LXX Ge.27.37; feed up a patient, Gal.19.192; σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish, τὴν ἀρχήν App.BC1.98; τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57. 3 Med., ground, establish for oneself, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr.299; πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.). B Pass. and Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11; οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc.218; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th.779; ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο E.Ba.1073; στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22; πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete.376b23 (s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι σ. AP7.731 (Leon.); Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9 (Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230,274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu.395b4; λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204. 2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου . . στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj.194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν must be firmly pronounced, D.H.Comp.22. 3 of diseases,= infr. 11.2, μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126, cf. 789,855, Aret.SA1.5. II Act. intr. in same sense, οὐδέ πῃ εἶχον . . στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον . . Od.12.434; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp.1207: metaph., οὐρανῷ στηρίζον . . κλέος Id.Ba.972; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib.1083, cf. Plu.Sull.6. 2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49; ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33; εἰ . . ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12; cf. στήριξις 2. 3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2. 4 metaph., ἐπὶ δόγματος σ. hold fast to an opinion, D.L.2.136.