στόνυξ: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:41, 9 February 2013
English (LSJ)
ῠχος, ὁ,
A sharp point (prop. spear-point acc. to Sch.A.R.4.1679), as of a rock, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου E.Cyc.401 (restd. for γ' ὄνυχα); πετραίῳ στόνυχι A.R.4.1679; νησιωτικὸς σ., Πάχυνος Lyc.1181; Οἰταῖος σ., of the boar's tusk, Id.486; λοίγιος σ., of the barb of the fish τρυγών, Id.795; στονύχεσσι λεόντων fangs, Opp.C. 3.232; συλόνυχας στόνυχας nail-removing prongs, i.e. nail-scissors, AP6.307 (Phan.).