ωμοπλάτη: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(47c)
(No difference)

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / ὠμοπλάτη, ΝΜΑ
ανατ. καθένα από τα πλατιά τριγωνικά οστά που βρίσκονται κάτω από τους ώμους στην οπίσθια επιφάνεια του θώρακα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το μέρος της ράχης κάτω από τον ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πλάτη.