αδρόμισθος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁδρόμισθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβή
αρχ.
αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + μισθός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία].