αγγειογραφία: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
και αγγειογραφική, η αγγειογράφος
η τέχνη της διακοσμήσεως τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αγγείο + -γραφία, πρβλ. αγγλ. angiography].