αγγειογραφία

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source

Greek Monolingual

και αγγειογραφική, η αγγειογράφος
η τέχνη της διακοσμήσεως τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αγγείο + -γραφία, πρβλ. αγγλ. angiography].