αιολόπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(2)
(No difference)

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

αἰολόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμηνῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πρύμνη.