συστάδην: Difference between revisions

(11)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=systadin
|Transliteration C=systadin
|Beta Code=susta/dhn
|Beta Code=susta/dhn
|Definition=[ᾰ], Adv. = sq., <span class="bibl">Plb.3.73.8</span>, <span class="bibl">13.3.7</span>, <span class="bibl">Str.10.1.13</span>, <span class="bibl">Hdn.4.15.2</span>.
|Definition=Adv. = [[συσταδόν]] ([[standing close together]], [[close]], [[hand to hand]]), Plb. 3.73.8, 13.3.7, Str. 10.1.13, Hdn. 4.15.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1043.png Seite 1043]] adv., = Folgdm; μάχεσθαι, Pol. 3, 73, 8; καὶ ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι, 13, 3, 7; ἡ σ. [[μάχη]], D. Sic. 11, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''συστάδην:''' (ᾰ) adv. Polyb. = [[συσταδόν]].
}}
{{ls
|lstext='''συστάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ. = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 3. 73, 8., 13. 3, 7· - παρὰ Πολυδ. ϛʹ. 175, ὁ Bekker [[συμβάδην]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ <b>επίρρ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εκ του [[συστάδην]]» — από [[κοντά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συσταδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συστα</i>- του [[συνίσταμαι]] (<b>πρβλ.</b> παθ. μέλλ. <i>συστα</i>-<i>θήσομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> [[μίγδην]], [[σταδην]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀπό κοντά). Ἀπό τό σύν + [[στάδην]] τοῦ [[ἵστημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

English (LSJ)

Adv. = συσταδόν (standing close together, close, hand to hand), Plb. 3.73.8, 13.3.7, Str. 10.1.13, Hdn. 4.15.2.

German (Pape)

[Seite 1043] adv., = Folgdm; μάχεσθαι, Pol. 3, 73, 8; καὶ ἐκ χειρὸς τὴν μάχην ποιεῖσθαι, 13, 3, 7; ἡ σ. μάχη, D. Sic. 11, 7.

Russian (Dvoretsky)

συστάδην: (ᾰ) adv. Polyb. = συσταδόν.

Greek (Liddell-Scott)

συστάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. = τῷ ἑπομ., Πολύβ. 3. 73, 8., 13. 3, 7· - παρὰ Πολυδ. ϛʹ. 175, ὁ Bekker συμβάδην.

Greek Monolingual

ΝΑ επίρρ.
νεοελλ.
φρ. «εκ του συστάδην» — από κοντά
αρχ.
συσταδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- του συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα-θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην, σταδην)].

Mantoulidis Etymological

(=ἀπό κοντά). Ἀπό τό σύν + στάδην τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.