ακροκεφαλία: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκέφαλος]], <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>acrocephalie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροκεφαλικός]]].
|mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκέφαλος]], πρβλ. γαλλ. <i>acrocephalie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροκεφαλικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:56, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Ανθρωπολ.)
δυσμορφία που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο σχήμα της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη συνοστέωση τών ραφών του κρανίου, ιδίως της στεφανιαίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροκέφαλος, πρβλ. γαλλ. acrocephalie.
ΠΑΡ. ακροκεφαλικός].