ακροκέφαλος
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
Greek Monolingual
ο
λέγεται για το άτομο που παρουσιάζει ακροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acrocephalus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής, < ακρο- (Ι) + κεφαλή.