αναρχικός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[αναρχία]] ή απορρέει από την [[αναρχία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[σχετικός]] με την [[αναρχία]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) <i>ο [[αναρχικός]], -<i>ή</i><br />ο [[οπαδός]] του αναρχισμού <b>βλ. λ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναρχία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[αναρχία]] ή απορρέει από την [[αναρχία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[σχετικός]] με την [[αναρχία]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο [[αναρχικός]], -<i>ή</i><br />ο [[οπαδός]] του αναρχισμού <b>βλ. λ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναρχία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην αναρχία ή απορρέει από την αναρχία
2. (γενικά) ο σχετικός με την αναρχία
3. (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο αναρχικός, -ή
ο οπαδός του αναρχισμού βλ. λ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].