αναρχία

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀναρχία)
κατάσταση ενός λαού που δεν έχει πλέον κυβέρνηση ή του οποίου η κυβέρνηση στερείται της αναγκαίας εξουσίας για να γίνει ρυθμιστής των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανταγωνισμών ή για να μπορέσει να επιβάλει τη μία από τις αντιμαχόμενες ομάδες ή τάξεις στις άλλες
νεοελλ.
1. έλλειψη κανόνων που να εγγυώνται την ευταξία, την ευρυθμία, την αρμονία, την ισορροπία
2. ανωμαλία, σύγχυση
3. κοινωνικοπολιτική ιδεολογία που αρνείται κάθε μορφή εξουσίας, ο αναρχισμός
αρχ.
1. ολοκληρωτική έλλειψη αρχής
2. απείθεια, ανυπακοή στους νόμους και τους άρχοντες
3. η άνομη ή παράνομη κυβέρνηση
4. (στην Αθήνα) η περίοδος της διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων το 404-403 π.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άναρχος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρχικός, αναρχισμός].