άπαις: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(5) |
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (AM [[ἄπαις]], -αιδος)<br />όποιος δεν έχει [[παιδιά]] (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες [[χωρίς]] [[παιδιά]], [[χωρίς]] κληρονόμους <b>(Ευριπ.)</b><br />β) «τέκνων ἄπαιδα» <b>(Ευριπ.)</b><br />γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» ([[Πλάτων]])<br />δ) «Νυκτὸς | |mltxt=ο, η (AM [[ἄπαις]], -αιδος)<br />όποιος δεν έχει [[παιδιά]] (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες [[χωρίς]] [[παιδιά]], [[χωρίς]] κληρονόμους <b>(Ευριπ.)</b><br />β) «τέκνων ἄπαιδα» <b>(Ευριπ.)</b><br />γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» ([[Πλάτων]])<br />δ) «Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες» — [[παιδιά]] της Νύχτας, που δεν είσαστε [[παιδιά]] (για τις Ευμενίδες, <b>Αισχ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 16 April 2022
Greek Monolingual
ο, η (AM ἄπαις, -αιδος)
όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)
αρχ.
1. χωρίς παιδιά
2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.)
β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.)
γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» (Πλάτων)
δ) «Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες» — παιδιά της Νύχτας, που δεν είσαστε παιδιά (για τις Ευμενίδες, Αισχ.).