άπαις

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

ο, η (AM ἄπαις, -αιδος)
όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)
αρχ.
1. χωρίς παιδιά
2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.)
β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.)
γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» (Πλάτων)
δ) «Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες» — παιδιά της Νύχτας, που δεν είσαστε παιδιά (για τις Ευμενίδες, Αισχ.).