αποποιούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀποποιοῡμαι, -έομαι)<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] από τον εαυτό μου [[κάτι]], [[απορρίπτω]]<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] να δώσω ή να πράξω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> δεν [[δέχομαι]] [[κάτι]].
|mltxt=(AM ἀποποιοῦμαι, -έομαι)<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] από τον εαυτό μου [[κάτι]], [[απορρίπτω]]<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] να δώσω ή να πράξω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> δεν [[δέχομαι]] [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἀποποιοῦμαι, -έομαι)
1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω
2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι
3. δεν δέχομαι κάτι.