αμμωτό: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b> όργανο μέτρησης του χρόνου με τη [[βοήθεια]] της ροής λεπτόκοκκης άμμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]]. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. <i>sablier</i> ή <i>ampoulitte</i>. Ο [[ελληνικός]] όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1858].
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b> όργανο μέτρησης του χρόνου με τη [[βοήθεια]] της ροής λεπτόκοκκης άμμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]]. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. <i>sablier</i> ή <i>ampoulitte</i>. Ο [[ελληνικός]] όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1858].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

το τεχνολ. όργανο μέτρησης του χρόνου με τη βοήθεια της ροής λεπτόκοκκης άμμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sablier ή ampoulitte. Ο ελληνικός όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1858].