άφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(7) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βγάζει [[φωνή]], που σωπαίνει<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άφωνα</i><br />τα [[κλειστά]] σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) ο [[ανίκανος]] να μιλήσει ή να προφέρει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βγάζει [[φωνή]], που σωπαίνει<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άφωνα</i><br />τα [[κλειστά]] σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) ο [[ανίκανος]] να μιλήσει ή να προφέρει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> [[αγριόφωνος]], [[βαρβαρόφωνος]], [[ημίφωνος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφωνος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος
2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει
3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα
τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ο ανίκανος να μιλήσει ή να προφέρει κάτι
2. αυτός που έχει αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -φωνος < φωνή (πρβλ. αγριόφωνος, βαρβαρόφωνος, ημίφωνος κ.ά.)].