αγριόφωνος

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

ἀγριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φωνή.