βαρβαρόφωνος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰρόφωνος Medium diacritics: βαρβαρόφωνος Low diacritics: βαρβαρόφωνος Capitals: ΒΑΡΒΑΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: barbaróphōnos Transliteration B: barbarophōnos Transliteration C: varvarofonos Beta Code: barbaro/fwnos

English (LSJ)

βαρβαρόφωνον,
A speaking a foreign tongue, Κᾶρες Il.2.867; of the Persians, Orac. ap. Hdt.8.20,9.43.
II speaking bad Greek, Str. 14.2.28.

Spanish (DGE)

(βαρβᾰρόφωνος) -ον
1 de jerga ininteligible, de lengua extranjera o bárbara Κᾶρες Il.2.867, de los persas, Orác. en Hdt.8.20, 9.43, de Télefo Ἕλλην β. Orác. en Ath.Mitt.67.1942.234.10 (Delfos II a.C.), Ἰνδίς Nonn.D.17.376
οἱ Ἠλεῖοι καὶ οἱ Κᾶρες, ὡς τραχύφωνοι καὶ ἀσαφῆ τὴν φωνὴν ἔχοντες Hsch.
2 que habla mal el griego, que habla con barbarismos Str.14.2.28, cf. quizá Hsch.

German (Pape)

[Seite 432] (φωνή), 1) hart, rauh sprechend, Il. 2, 867 Καρῶν βαρβαροφώνων, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι Θουκυδίδης (1, 3) λέγει τὴν ὀνομασίαν τῶν βαρβάρων νεωτερικὴν εἶναι. ἐλέγχεται δὲ ἐντεῦθεν; vgl. Lehrs Aristarch. 233 Sengebusch Homer. liss. I p. 141; – eine ausländische, fremde Sprache redend, Orak. bei Her. 8, 20. 9, 42; Nonn. – 2) das Griechische wie ein Ausländer schlecht od. unrichtig aussprechend, Strab. XIV, 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; qui parle comme un étranger, càd au parler rude.
Étymologie: βάρβαρος, φώνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρβαρόφωνος -ον βάρβαρος, φωνή een buitenlandse taal sprekend; onbeholpen Grieks spreken:; Κᾶρες β. Cariërs met hun buitenlandse taal Il. 2.867; subst.. ὁ β. de man met de vreemde taal (= de Perzische koning) Hdt. 8.20.6.

Russian (Dvoretsky)

βαρβᾰρόφωνος:
1 говорящий на непонятном языке (Κᾶρες Hom.);
2 произнесенный на непонятном языке (ἰϋγή Her.).

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰρόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ξένην γλῶσσαν, Κᾶρες Ἰλ. Β. 867, πρβλ. Στράβ. 661 κἑξ., Nitzsch Ὀδ. Α. σ. 35· ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησ. παρ’ Ἡρόδ. 8. 20., 9. 43· ἴδε βάρβαρος. ΙΙ. ὁμιλῶν κακῶς τὴν Ἑλληνικήν, Στράβ. 663.

English (Autenrieth)

rude (outlandish) of speech, Il. 2.867.

Greek Monolingual

βαρβαρόφωνος, -ον (AM)
αυτός που ομιλεί ξένη, βάρβαρη γλώσσα
αρχ.
εκείνος που ομιλεί εσφαλμένα την ελληνική γλώσσα.

Greek Monotonic

βαρβᾰρόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που μιλά ξένη γλώσσα· Κᾶρες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φωνή
speaking a foreign tongue, Κᾶρες Il.