βλεφαρίτιδα: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α | |mltxt=η (Α βλεφαρῖτις) [[βλέφαρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φλεγμονή]] των βλεφάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[βλεφαρίτιδες]] [[τρίχες]]» — οι βλεφαρίδες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
η (Α βλεφαρῖτις) βλέφαρον
νεοελλ.
φλεγμονή των βλεφάρων
αρχ.
ως επίθ. φρ. «βλεφαρίτιδες τρίχες» — οι βλεφαρίδες.