άμβιξ: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ικος) και άμβυξ (-υκος), ο (Α [[ἄμβιξ]] και [[ἄμβυξ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[χύτρα]] όμοια με λέβητα<br /><b>2.</b> το [[σώμα]] του αποστακτικού λέβητα<br /><b>3.</b> ολόκληρη η [[συσκευή]] απόσταξης, ο [[λαμπίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. [[ἄμβη]], [[ἄμβων]] και να σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το [[κύλιξ]]. Κατ’ άλλους η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως].
|mltxt=(-ικος) και άμβυξ (-υκος), ο (Α [[ἄμβιξ]] και [[ἄμβυξ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[χύτρα]] όμοια με λέβητα<br /><b>2.</b> το [[σώμα]] του αποστακτικού λέβητα<br /><b>3.</b> ολόκληρη η [[συσκευή]] απόσταξης, ο [[λαμπίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. [[ἄμβη]], [[ἄμβων]] και να σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το [[κύλιξ]]. Κατ’ άλλους η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-ικος) και άμβυξ (-υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ)
νεοελλ.
1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα
2. το σώμα του αποστακτικού λέβητα
3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος
αρχ.
είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἄμβη, ἄμβων και να σχηματίστηκε αναλογικά προς το κύλιξ. Κατ’ άλλους η λ. είναι δάνειο σημιτικής προελεύσεως].