απευκταίος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(5)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἀπευκταῑος, -α, -ον) [[απεύχομαι]]<br />αυτός που ο [[καθένας]] απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, [[ανεπιθύμητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το απευκταίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>1.</b> το [[δυστύχημα]]<br /><b>2.</b> ο [[θάνατος]].
|mltxt=-α, -ο (AM ἀπευκταῖος, -α, -ον) [[απεύχομαι]]<br />αυτός που ο [[καθένας]] απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, [[ανεπιθύμητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το απευκταίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>1.</b> το [[δυστύχημα]]<br /><b>2.</b> ο [[θάνατος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀπευκταῖος, -α, -ον) απεύχομαι
αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)
1. το δυστύχημα
2. ο θάνατος.