δυστύχημα
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
δυστυχήματος, τό, piece of ill luck, failure, misfortune, And.2.9, Lys.24.3 (pl.), Pl.Cra.395d (pl.), Onos.36.4 (pl.); especially of defeat in war, X.HG4.5.18, etc.
Spanish (DGE)
δυστυχήματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 infortunio, desgracia, calamidad οὐ τὸ δυστύχημα ὀνειδίζω Aeschin.3.78, cf. And.2.9, τοῦ δυστυχήματος αὐτοῖς ἀναγγελθέντος Plb.1.81.1, ἄνοια θνητοῖς δυστύχημ' αὐθαίρετον Men.Fr.709, δ. τι ἀκούσιον ἐγένετο Luc.DDeor.16.1, frec. en plu. δυστυχήματα ... δεινὰ καὶ πολλά Pl.Cra.395d, κοινὰ πάντα δυστυχήματα Men.Mon.514, τὰ τοῦ σώματος δυστυχήματα ref. a la invalidez, Lys.24.3, τὰ κακὰ ... καὶ τὰ δυστυχήματα Arist.EN 1100a17, τελευταὶ ... καὶ δυστυχήματα D.P.Au.2.8, μὴ ... περιπέσωσι δυστυχήμασι D.S.14.15, cf. Aesop.83.3, τοῖς δυστυχήμασι τῆς πατρίδος ἐπιστένοντες I.BI 1.11, τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα Aesop.154, cf. 143.1, πολλάκις τὰ εὐτυχήματα πλεῖον ἔβλαψε τῶν δυστυχημάτων Onas.36.4, ἐν δυστυχήμασι καταστρέψαι τὸν βίον Str.4.1.13, σε ... συνέμπορον τῶν δυστυχημάτων πεποίηκεν Hld.2.17.1
•rel. la guerra desastre, derrota X.HG 4.5.18, ἐν Κορίνθῳ X.HG 7.5.16, περὶ Θήβας δ. Plu.Alex.13, χιλιαρχῶν σοφίᾳ μετῆλθε τὸ δ. D.C.Epit.8.12.1.
2 fallo, fracaso δύο ... περὶ τὸν τῆς παιδείας λόγον δυστυχήματα Aristid.Quint.63.1.
German (Pape)
[Seite 689] τό, Unglück, Unfall, gew. im plur.; Plat. Crat. 395 d; Lys. 13, 48; Arist. Nic. Eth. 1, 10, 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
δυστυχήματος (τό) :
malheur, échec, revers.
Étymologie: δυστυχέω.
Russian (Dvoretsky)
δυστύχημα: δυστυχήματος τό несчастье, неудача Lys., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
δυστύχημα: [ῠ]. τὸ, κακοτυχία, ἀποτυχία, ἀτύχημα, γεγονὸς ἀτυχές, Ἀνδοκ. 21. 2, Λυσ. 168. 22, Πλάτ. Κρατ. 395D, κτλ.
Greek Monolingual
το (AM δυστύχημα)
ατύχημα, κακοτυχία
νεοελλ.
θάνατος
αρχ.
στρατιωτική καταστροφή.
Greek Monotonic
δυστύχημα: [ῠ], τό, κακοτυχία, αποτυχία, ατυχές γεγονός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δῠστύχημα, δυστυχήματος, τό, [from δυστῠχέω]
a piece of ill luck, a failure, Plat.
English (Woodhouse)
disaster, blow of fortune, piece of ill-luck, stroke of bad fortune
Translations
misfortune
Albanian: fatkeqësi; Arabic: مُصِيبَة, شَقْوَة; Belarusian: няшчасце, бяда; Bulgarian: нещастие; Catalan: infortuni, desgràcia; Chinese Mandarin: 不幸, 禍, 祸; Danish: ulykke; Dutch: tegenslag; Finnish: onnettomuus; French: mésaventure, malheur; German: Unglück, Unfall, Unheil, Mißgeschick; Greek: ατυχία, κακοτυχία, δυστυχία; Ancient Greek: συμφορά, δυστύχημα, πάθος; Hungarian: csapás, szerencsétlenség; Irish: amaróid, anachain, tubaiste; Italian: disgrazia; Japanese: 不幸, 災い; Korean: 불운(不運), 불행(不幸); Kurdish Central Kurdish: لێقەومان; Latin: calamitas, clades, aerumma, adversa; Latvian: bēda; Malayalam: അനർത്ഥം; Maori: maiki, maikiroa; Ngazidja Comorian: ɓaya; Norwegian Bokmål: ulykke; Occitan: malparada, malabosena, malastrada; Portuguese: desgraça, infortúnio, adversidade; Romanian: pățeală, pățanie, nenorocire; Russian: несчастье, беда; Spanish: desgracia, infortunio, desventura, adversidad; Swedish: olycka; Ukrainian: нещастя, біда