γαυρώ: Difference between revisions

From LSJ
(8)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=γαυρῶ (-όω) (Α) [[γαύρος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπερήφανο<br /><b>2.</b> <i>γαυροῡμαι</i><br />[[χαίρομαι]], θριαμβολογώ, επαίρομαι.
|mltxt=γαυρῶ (-όω) (Α) [[γαύρος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπερήφανο<br /><b>2.</b> <i>γαυροῦμαι</i><br />[[χαίρομαι]], θριαμβολογώ, επαίρομαι.
}}
}}

Latest revision as of 18:46, 24 October 2020

Greek Monolingual

γαυρῶ (-όω) (Α) γαύρος
1. καθιστώ κάποιον υπερήφανο
2. γαυροῦμαι
χαίρομαι, θριαμβολογώ, επαίρομαι.