δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
γαυρῶ (-όω) (Α) γαύρος1. καθιστώ κάποιον υπερήφανο2. γαυροῦμαιχαίρομαι, θριαμβολογώ, επαίρομαι.