γαυρώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

γαυρῶ (-όω) (Α) γαύρος
1. καθιστώ κάποιον υπερήφανο
2. γαυροῦμαι
χαίρομαι, θριαμβολογώ, επαίρομαι.