έμποδος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ς), -ο(ν) (AM [[ἔμποδος]], -ον, Μ και [[ἔμποδος]], -ο[ς], -ο[ν])<br />αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(και τα [[τρία]] γένη ως ουσ.) <i>ο [[έμποδος]], <i>η έμποδο</i>(<i>ς</i>), <i>το έμποδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[εμπόδιο]], [[δυσκολία]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]] (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.<br />β. «[[δίχως]] καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.<br />γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).
|mltxt=-ο(ς), -ο(ν) (AM [[ἔμποδος]], -ον, Μ και [[ἔμποδος]], -ο[ς], -ο[ν])<br />αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(και τα [[τρία]] γένη ως ουσ.) ο [[έμποδος]], <i>η έμποδο</i>(<i>ς</i>), <i>το έμποδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[εμπόδιο]], [[δυσκολία]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]] (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.<br />β. «[[δίχως]] καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.<br />γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο(ς), -ο(ν) (AM ἔμποδος, -ον, Μ και ἔμποδος, -ο[ς], -ο[ν])
αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος
μσν.- νεοελλ.
(και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν)
εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.
β. «δίχως καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.
γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).