εμπόδιο
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
εμπόδιο και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια»)
2. «δέσιμο», κατάδεσμος («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν διὰ νὰ χαλάσουν τὰ ἐμπόδια αὐτῶν», Νομοκ.)
νεοελλ.
1. φυσικό ή τεχνητό κώλυμα που δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατη τη διάβαση ή προσπέλαση (π.χ. ποταμός)
2. φρ. «δρόμος μετ' εμποδίων» — αγώνισμα δρόμου στο οποίο παρεμβάλλονται για υπερπήδηση διάφορα φυσικά ή τεχνητά εμπόδια
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στα πόδια κάποιου
2. αυτός που παρεμβάλλεται και εμποδίζει
3. αυτός που τον συναντά κάποιος στον δρόμο.