ελαιοπαραγωγός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(11) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[λάδι]] ή ελιές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[λάδι]] ή ελιές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελαιοπαραγωγός]]<br />[[κτηματίας]] που ασχολείται με [[παραγωγή]] και [[πώληση]] λαδιού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.