ψυχίδες: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[οικογένεια]] λεπιδόπτερων εντόμων, με [[τυπικό]] το [[γένος]] [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>psychidae</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] «[[γένος]] εντόμων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδα</i> / -<i>ίδες</i>)].
|mltxt=οι, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[οικογένεια]] λεπιδόπτερων εντόμων, με [[τυπικό]] το [[γένος]] [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. νεολατ. <i>psychidae</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] «[[γένος]] εντόμων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδα</i> / -<i>ίδες</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια λεπιδόπτερων εντόμων, με τυπικό το γένος ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psychidae (< ψυχή «γένος εντόμων» + κατάλ. -ίδα / -ίδες)].