επίσειον: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(13)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επίσιον, το (Α [[ἐπίσειον]] και [[ἐπίσιον]])<br /><b>1.</b> [[εφήβαιο]], το [[προς]] την ήβη [[μέρος]] του αιδοίου<br /><b>2.</b> η [[τρίχωση]] του εφηβαίου, η ήβη<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίσειον]]<br />το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>επί</i> και [[ἴσος]] (ή <i>ἶσος</i>, στην επική και ιωνική [[ποίηση]])].
|mltxt=και επίσιον, το (Α [[ἐπίσειον]] και [[ἐπίσιον]])<br /><b>1.</b> [[εφήβαιο]], το [[προς]] την ήβη [[μέρος]] του αιδοίου<br /><b>2.</b> η [[τρίχωση]] του εφηβαίου, η ήβη<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίσειον]]<br />το αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>επί</i> και [[ἴσος]] (ή <i>ἶσος</i>, στην επική και ιωνική [[ποίηση]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Greek Monolingual

και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσοςἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].