εύγραμμος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(14) |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλλίγραμμος]], με ωραίες αρμονικές γραμμές<br /><b>2.</b> καλά σχεδιασμένος, με [[ωραίο]] [[περίγραμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[καλλίγραμμος]], με ωραίες αρμονικές γραμμές<br /><b>2.</b> καλά σχεδιασμένος, με [[ωραίο]] [[περίγραμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὔγραμμος]]<br />ο [[καλλιγράφος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔγραμμον</i><br />η ωραία [[εμφάνιση]], η αρμονική [[γραμμή]] («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. [[ευθύγραμμος]], [[καλλίγραμμος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:59, 10 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔγραμμος, -ον)
1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές
2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα
αρχ.
1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῦ λόγου»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος
ο καλλιγράφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγραμμον
η ωραία εμφάνιση, η αρμονική γραμμή («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύγραμμος, καλλίγραμμος].