περίγραμμα
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
English (LSJ)
περιγράμματος, τό,
A that which is written around or that which is written upon, Aristaenet.1.10.
II enclosed space, ring, Luc.Anach.38.
German (Pape)
[Seite 572] τό, alles Umschriebene, ein rings umgränzter Ort, Luc. Gymnas. 39; die Umschrift, Aristaen. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
περιγράμματος (τό) :
lieu circonscrit.
Étymologie: περιγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίγραμμα περιγράμματος, τό [περιγράφω] speelruimte, ring.
Russian (Dvoretsky)
περίγραμμα: ατος τό очерченное место, ограниченная территория Luc.
Greek (Liddell-Scott)
περίγραμμα: τό, γραμμὴ περιγεγραμμένη, ἰχνογράφημα, Ἀρισταίν. 1. 10. ΙΙ. μέρος περικεκλεισμένον, περίβολος, περιοχή, κονίστρα, Λουκ. Ἀνάχ. 38.
Greek Monolingual
το, ΝΑ περιγράφω
(κυριολ. και μτφ.) η ακραία εξωτερική γραμμή, πραγματική ή νοητή, που περιβάλλει ή περιορίζει εικόνα ή σχήμα, το πλαίσιο
αρχ.
περιφραγμένος χώρος, περίβολος.
Greek Monotonic
περίγραμμα: -ατος, τό, γραμμή ζωγραφισμένη γύρω από κύκλο, ιχνογράφημα, σε Λουκ.
Middle Liddell
περίγραμμα, ατος, τό,
a line drawn round a ring, Luc.