αεροναύτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[μέλος]] του πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[ναύτης]], <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>aeronaute</i>].
|mltxt=ο<br />[[μέλος]] του πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[ναύτης]], πρβλ. γαλλ. <i>aeronaute</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
μέλος του πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αέρας + ναύτης, πρβλ. γαλλ. aeronaute].