αισθητής: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἰσθητής]])<br /><b>1.</b> (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει [[άνθρωπος]] με καλλιτεχνική [[ευαισθησία]], [[εραστής]] του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)<br /><b>3.</b> στη Νεοελληνική η [[λέξη]] δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. που χρησιμοποιεί ο [[Πλάτων]] <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]]. Στον Καβάφη και στη γενικότερη [[χρήση]] της στη Νεοελληνική αποτελεί [[πιθανώς]] [[απόδοση]] του γαλλ. <i>esthete</i>, ο «[[εστέτ]]», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. [[αἰσθητής]]<br />εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο της Ν. Ελληνικής].
|mltxt=ο (Α [[αἰσθητής]])<br /><b>1.</b> (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει [[άνθρωπος]] με καλλιτεχνική [[ευαισθησία]], [[εραστής]] του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)<br /><b>3.</b> στη Νεοελληνική η [[λέξη]] δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. που χρησιμοποιεί ο [[Πλάτων]] <span style="color: red;"><</span> [[αἰσθάνομαι]]. Στον Καβάφη και στη γενικότερη [[χρήση]] της στη Νεοελληνική αποτελεί [[πιθανώς]] [[απόδοση]] του γαλλ. <i>esthete</i>, ο «[[εστέτ]]», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. [[αἰσθητής]]<br />εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο της Ν. Ελληνικής].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α αἰσθητής)
1. (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι
2. (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία, εραστής του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)
3. στη Νεοελληνική η λέξη δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. που χρησιμοποιεί ο Πλάτων < αἰσθάνομαι. Στον Καβάφη και στη γενικότερη χρήση της στη Νεοελληνική αποτελεί πιθανώς απόδοση του γαλλ. esthete, ο «εστέτ», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. αἰσθητής
εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο της Ν. Ελληνικής].