ακαμαντόπους: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαμαντόπους]] (-οδος), -ουν (Α)<br />αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], γρήγορος, [[ταχύς]]<br />«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 3, 3), «[[ἀκαμαντόπους]] [[ἀπήνη]]» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 5, 6).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]] -<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[ἀκαμαντόπους]] (-οδος), -ουν (Α)<br />αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], γρήγορος, [[ταχύς]]<br />«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 3, 3), «[[ἀκαμαντόπους]] [[ἀπήνη]]» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 5, 6).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]] -<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + πούς.