ακαμαντόπους: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκαμαντόπους]] (-οδος), -ουν (Α)<br />αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], γρήγορος, [[ταχύς]]<br />«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 3, 3), «[[ἀκαμαντόπους]] [[ἀπήνη]]» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 5, 6).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκαμαντόπους]] (-οδος), -ουν (Α)<br />αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, [[γοργοπόδαρος]], γρήγορος, [[ταχύς]]<br />«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 3, 3), «[[ἀκαμαντόπους]] [[ἀπήνη]]» (<b>Πινδ.</b> Ολυμπ. 5, 6).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκάμας]] -<i>αντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκάμας -αντος + πούς.